BIB(i) 12 καὶ (and) κοπιῶμεν (we toil), ἐργαζόμενοι (working) ταῖς (with our) ἰδίαις (own) χερσίν (hands). λοιδορούμενοι (Being reviled), εὐλογοῦμεν (we bless); διωκόμενοι (being persecuted), ἀνεχόμεθα (we endure);