BIB(i) 14 Ἐγώ (I) εἰμι (am) ὁ (the) ποιμὴν (shepherd) ὁ (-) καλός (good); καὶ (and) γινώσκω (I know) τὰ (-) ἐμὰ (My own), καὶ (and) γινώσκουσί (am known) με (I) τὰ (by) ἐμά (Mine).